- ἀγαλμάτιον
- ἀγαλμ-άτιον, τό, Dim. of ἄγαλμα, IG4.1588 (Attic, fr. Aegina, V B.C.), Theopomp.Com.47, Polycharm.5, Plu.Lyc.25, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγαλμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλματίοις — ἀγαλμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλμάτια — ἀγαλμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
αγαλμάτιο — το (Α ἀγαλμάτιον) [ἄγαλμα] υποκορ. τής λ. άγαλμα … Dictionary of Greek
οστρακίς — ὀστρακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. το φολιδωτό περίβλημα τού κώνου τού πεύκου, τού κουκουναριού 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγαλμάτιόν τι Αφροδίτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα ίς (πρβλ. χελων ίς)] … Dictionary of Greek
στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… … Dictionary of Greek